θρύμματα

θρύμματα
θρύμμα
that which is broken off
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθρυβούλιαστος — η, ο [θρυβουλιάζω] (για το ψωμί) αυτός που δεν μεταβλήθηκε σε θρύμματα, ο αθρυμμάτιστος, αθρυψάλιαστος …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • γυαλόχαρτο — και γιαλόχαρτο, το χαρτί με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια επιφάνεια για λείανση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + χαρτί. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. papier de verre)] …   Dictionary of Greek

  • θρυμματισμός — ο η μεταβολή σε θρύμματα, ο κατακερματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρυμματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαλκολαμπρίτης — Oνομάζεται και χαλκοσίνης. Ορυκτός θειούχος χαλκός (Cu2S). O χ. είναι ουσία πολύ μαλακή και πολύ εύθραστη, έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 5,5 5,8 και χρώμα σιδηρόφαιο ή μολυβδόχρωμο, πάντως σκοτεινό. Κρυσταλλώνεται κατά το ρομβικό σύστημα με …   Dictionary of Greek

  • θρύμμα — το, ατος θρύψαλο: Έπεσε το ποτήρι από τα χέρια της και έγινε θρύμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”